- ἀπεσκληρυμμένως
- ἀπεσκληρυμμένως, Adv., ([etym.] ἀποσκληρύνω) , ἀ. ἔχων,ἀπεσκληκώς, AB422.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπεσκληρυμμένως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)